- παροτρύνω
- παρότρυνα, παροτρύνθηκα, προτρέπω, παρακινώ, ενθαρρύνω: Συχνά πρέπει να παροτρύνονται οι αναποφάσιστοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παροτρύνω — παροτρύνω, παρότρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παροτρυνῶ — παροτρύνω fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρύνω — παροτρύ̱νω , παροτρύνω aor subj act 1st sg παροτρύ̱νω , παροτρύνω pres subj act 1st sg παροτρύ̱νω , παροτρύνω pres ind act 1st sg παροτρύ̱νω , παροτρύνω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρύνω — ΝΜΑ παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω αρχ. (ως ιατρ. όρος) μετατοπίζω («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια αδυναμία, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀτρύνω «παρακινώ»] … Dictionary of Greek
παροτρυνοῦσι — παροτρύνω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) παροτρύνω fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρυνούσης — παροτρύνω fut part act fem gen sg (attic epic) παροτρῡνούσης , παροτρύνω pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρῦνον — παροτρύνω pres part act masc voc sg παροτρύνω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωτρυμμένον — παροτρύνω perf part mp masc acc sg παροτρύνω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρυνθείς — παροτρύνω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρυνθῆναι — παροτρύνω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)